πτυχιούχος, -ος — και α, ο αυτός που έχει πτυχίο: Πτυχιούχοι ανώτατων σχολών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αριστούχος — ο (θηλ. και χα) αυτός που πήρε τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + ούχος (β συνθετικό επιθέτων που σημαίνουν τον κάτοχο) < έχω πρβλ. αδειούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην… … Dictionary of Greek
βαθμούχος — ο ο βαθμοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (β συνθετικό) ούχος < έχω (πρβλ. αξιωματούχος, δικαιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο Ημερολόγιον Ανατολής] … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
διπλωματούχος — ο αυτός που έχει αποκτήσει δίπλωμα ανώτατης ή ανώτερης σχολής, ο πτυχιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίπλωμα( ατος) + ουχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Ι. Πύρλα] … Dictionary of Greek
νομάρχης — Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος που εκπροσωπεί την κυβέρνηση και είναι υπεύθυνος για την άσκηση και εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στη διοικητική του περιφέρεια, τον νομό. Υπάγεται υπηρεσιακά στο υπουργείο Εσωτερικών, όσον αφορά όμως τα… … Dictionary of Greek
υπομηχανικός — ο, Ν 1. βοηθός ή αντικαταστάτης μηχανικού 2. πτυχιούχος μηχανικός ανώτερης και όχι ανώτατης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + μηχανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
Βαρέλα, Φρανθίθκο — (Francisco Varela, Χιλή 1946 – Παρίσι 2001). Χιλιανός βιολόγος. Πτυχιούχος του Καθολικού Πανεπιστημίου της Χιλής, το 1970 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στη βιολογία στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και τον ίδιο χρόνο εξελέγη αναπληρωτής καθηγητής… … Dictionary of Greek